- χριστοβαλίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) ορυκτό τού διοξειδίου τού πυριτίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. cristobalite < San Christobal, πόλη τού Μεξικού + κατάλ. -ite (βλ. λ. -ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… … Dictionary of Greek